κεραυνεγχής

κεραυνεγχής
κεραυν-εγχής, ές,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραυνεγχής — κεραυνεγχής, ές (Α) εγχεικέραυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. θυρσ εγχής, χρυσ εγχής] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνεγχές — κεραυνεγχής masc/fem voc sg κεραυνεγχής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”